- αγκιστροπώλης
- ἀγκιστροπώλης, ο (Α)πωλητής αγκίστρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄγκιστρον + -πώλης < πωλῶ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀγκιστροπῶλαι — ἀγκιστροπώλης seller of fish hooks masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)